- κονδῖτος
- κονδῖτος, οἶνος, vinum conditum, der mit Gewürzen angemacht ist
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κονδίτος — κονδῑτος, ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον) 1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό … Dictionary of Greek